- εφομαρτώ
- ἐφομαρτῶ, -έω (ΑΜ)ακολουθώ κατά βήμα, πηγαίνω από πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁμαρτῶ «ακολουθῶ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφαμαρτώ — ἐφαμαρτῶ, έω (Α) εφομαρτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁμαρτώ «συγκεντρώνομαι» (< αμάρτυρο επίθ. *ἅμαρτος «συγκεντρωμένος» < ἁμαρεῖν «ακολουθείν, πείθεσθαι»)] … Dictionary of Greek
παρεφομαρτώ — έω, Α παρακολουθώ, φροντίζω, επιμελούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐφομαρτῶ «παρακολουθώ κατά πόδας»] … Dictionary of Greek